- ξεινοβάκχη
- ξεινοβάκχη, ἡ (Α)(για τη Μήδεια) αυτή που είναι μανιώδης εξαιτίας τού έρωτα τον οποίο νιώθει για ξένο, δηλ. τον Ιάσωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεῖνος, ιων. τ. τού ξένος + βάκχη).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεινοβάκχη — mad for love of the stranger fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεινοβάκχης — ξεινοβάκχη mad for love of the stranger fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)